- ακτινόλιθος
- Ορυκτό, που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος και ανήκει στην ομάδα ορυκτών του α. Είναι μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου, του ασβεστίου και του σιδήρου. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 και χρώμα πράσινο σκούρο. Στην ομάδα του α. ανήκει και ο αμίαντος.
Δείγμα ακτινόλιθου.
* * *ο (Ορυκτολ.)ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη σειρά τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + λίθος, πρβλ. αγγλ. actinolite].
Dictionary of Greek. 2013.